- κυνηγετικός
- η , ό[ν] охотничий;
κυνηγετικό σκυλί — охотничья собака; — гончая;
κυνηγετικο όπλο — охотничье ружьё
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κυνηγετικό σκυλί — охотничья собака; — гончая;
κυνηγετικο όπλο — охотничье ружьё
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κυνηγετικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνηγετικός — ή, ό (AM κυνηγετικός, ή, όν) [κυνηγέτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κυνηγό ή στο κυνήγι («κυνηγετικό όπλο») 2. ο ικανός και έμπειρος στο κυνήγι (α. «κυνηγετικά σκυλιά» β. «οὐδέ γε κύνας πᾱς ἐπίσταται θεραπεύειν, ἀλλ ὁ κυνηγετικός»,… … Dictionary of Greek
κυνηγετικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κυνήγι ή στον κυνηγό, κυνηγάρικος: Είχε μαζί του ένα κυνηγετικό σκυλί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κυνηγετικά — κυνηγετικός of neut nom/voc/acc pl κυνηγετικά̱ , κυνηγετικός of fem nom/voc/acc dual κυνηγετικά̱ , κυνηγετικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνηγετικῶν — κυνηγετικός of fem gen pl κυνηγετικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνηγετικόν — κυνηγετικός of masc acc sg κυνηγετικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνηγετικώτατον — κυνηγετικός of masc acc superl sg κυνηγετικός of neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόιντερ — Κυνηγετικός σκύλος, της ομάδας των ιχνηλατών. Είναι το κατεξοχήν σκυλί φέρμας, στο οποίο κάθε τμήμα φανερώνει μεγάλη δύναμη συνδυασμένη με μεγάλη ευκινησία. Ακούραστος δρομέας, ορμητικό, προικισμένο με εξαιρετική όσφρηση, είναι ένα ελαφρό… … Dictionary of Greek
κυνηγετικαῖς — κυνηγετικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνηγετικαί — κυνηγετικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνηγετικοῖς — κυνηγετικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)